Ακράτεια Ούρων

Ως ακράτεια ορίζεται από το Διεθνή Οργανισμό Εγκράτειας η ακούσια απώλεια ούρων, η οποία είναι αντικειμενικά εμφανής και αποτελεί κοινωνικό και υγειονομικό πρόβλημα. Γενικά η ακράτεια συμβαίνει όταν η ενδοκυστική πίεση των ούρων ξεπεράσει ακούσια την πίεση στην ουρήθρα κατά τη φάση πλήρωσης της ουροδόχου κύστης. Η ακράτεια μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη.

Η παροδική ακράτεια μπορεί να εκδηλωθεί μετά την εγκυμοσύνη ή σχετίζεται με οξεία κυστίτιδα. Η μόνιμη ακράτεια ανάλογα με την αιτία που την προκαλεί χωρίζεται στις παρακάτω κατηγορίες:

1.Ακράτεια κατά την προσπάθεια
2.Ακράτεια από έπειξη
3.Μικτού τύπου ακράτεια
4.Ακράτεια από υπερπλήρωση
5.Ακράτεια νευρογενούς αιτιολογίας
6.Ακράτεια συγγενούς αιτιολογίας
7.Ακράτεια από συρίγγια του ουροποιητικού

Η ακράτεια των ούρων υπολογίζεται ότι επηρεάζει 2-3 εκατομμύρια ανθρώπους στη Μ. Βρετανία και περίπου 13 εκατομμύρια στις ΗΠΑ. Ο επιπολασμός της ακράτειας είναι η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου σε ένα τμήμα του γενικού πληθυσμού μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Για τον υπολογισμό του χρησιμοποιείται ο λόγος των ασθενών που παρουσιάζουν ακράτεια ούρων και συμμετέχουν στη μελέτη προς το συνολικό αριθμό των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη (πίνακας 1).
 

 
Αριθμός ασθενών που συμμετέχουν στη μελέτη

 Επιπολασμός

1.Yarnell
1000
45%
2.Sandvik
1820
29.4%
3.Hagglund
3076
26%
4.Simeonova
2176
14%
5.Bortolotti
2767
11%
6.Temm
1262
26.3%
7.Hannestad
27936
25%


Πίνακας 1: Επιπολασμός της ακράτειας στο γενικό πληθυσμό

Ειδικότερα η κατανομή των ασθενών που παρουσιάζουν ακράτεια ανάλογα με την ηλικία παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα 2. Είναι φανερό ότι η επίπτωση της ακράτειας είναι διπλάσια στις γυναίκες. Επιπλέον είναι δυνατόν πολλές γυναίκες να μην έχουν μόνο μια μορφή ακράτειας αλλά μπορεί η ακράτεια κατά την προσπάθεια και η ακράτεια από έπειξη να συνυπάρχουν. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ηλικία αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί αιτία ακράτειας. Οι μεταβολές όμως που σχετίζονται με την ηλικία όπως ο διαβήτης, τα φάρμακα, οι διαταραχές του ύπνου, ο περιορισμός της κινητικότητας, ο χρόνιος βήχας, οι ορμονικές διαταραχές, η δυσκοιλιότητα, και οι μεταβολές της νόησης προδιαθέτουν στην ανάπτυξη ακράτειας.
 

 
Ηλικία (έτη)
Επιπολασμός (%)
Γυναίκες
15-44
5-7
 
45-64
8-15
 
> 65
10-20
Άνδρες
15-64
3
 
> 65
7-10
Άνδρες ή γυναίκες που ζουν σε ιδρύματα
   
Γηροκομεία
 
25
Κλινικές
 
40
Νοσοκομεία (ηλικιωμένοι)
 

50-70


Πίνακας 2: Επιπολασμός της ακράτειας των ούρων

2.1 Ακράτεια κατά την προσπάθεια (ΑΚΠ)
Ακράτεια κατά την προσπάθεια (ΑΚΠ) είναι η ακούσια απώλεια των ούρων που συμβαίνει σε αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης π.χ. κατά το βήχα, το γέλιο, την άσκηση. Συμβαίνει δηλαδή όταν η ενδοκυστική πίεση υπερβαίνει τη μέγιστη πίεση σύγκλεισης της ουρήθρας με απουσία ενεργοποίησης του εξωστήρα.
Η ΑΚΠ είναι το συχνότερο αίτιο ακράτειας στις γυναίκες, ιδιαίτερα μετά τη γέννηση, και εμφανίζεται ανάλογα με τον μελετητή 20-60% των υπό εξέταση ασθενών με ακράτεια. Το σύμπτωμα της ΑΚΠ στις γυναίκες αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία. Στους άνδρες η ΑΚΠ εμφανίζεται μετά από ριζική προστατεκτομή ή άλλη πυελική επέμβαση. Η επίπτωση της ακράτειας που σχετίζεται με διουρηθρική εκτομή του προστάτη (TURP) είναι περίπου 1-5%, ανάλογα με τον ορισμό της ακράτειας. Η παρουσία υπερδραστήριου εξωστήρα σε συνδυασμό με αδύναμο σφιγκτήρα είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μετεγχειρητική ακράτεια.
Η ΑΚΠ συμβαίνει και ως αποτέλεσμα αδυναμίας του ουρηθρικού σφιγκτήρα ή ανατομικής βλάβης στην ουρήθρα, που οδηγεί σε ελλιπή πίεση σύγκλεισης της ουρήθρας κατά τη φυσική άσκηση π.χ. άρση βάρους, βήχας, τρέξιμο. Συμβαίνει λόγω αδυναμίας σε οποιοδήποτε τμήμα του ουρηθρικού σφιγκτηριακού μηχανισμού (πίνακας 3).
 

Υποστηρικτική δομή
Ηβοουρηθρικοί σύνδεσμοι
 
Ηβοκυστική σύνδεσμοι
Σφιγκτηριακός μηχανισμός
Ραβδοσφιγκτήρας
 

Μύες πυελικού εδάφους

 
Κολλαγόνο
 
Αγείωση ουρήθρας (λείος μυς)


Πίνακας 3: Συστατικά του μηχανισμού του ουρηθρικού σφιγκτήρα. Αδυναμία σε οποιοδήποτε από αυτά οδηγεί σε ακράτεια κατά την προσπάθεια

Η αιτιολογία της ΑΚΠ είναι πολυπαραγοντική. Η εγκυμοσύνη, ο φυσιολογικός τοκετός, οι πυελικές επεμβάσεις, η συγγενής αδυναμία και ο τρόπος ζωής συμβάλλουν στη δημιουργία του προβλήματος. Η ΑΚΠ μετά από φυσιολογικό τοκετό μπορεί να συμβεί λόγω νευρικής βλάβης που προκαλείται από συμπίεση ή διάταση των μυών του πυελικού εδάφους. Η μερική βλάβη και η απώλεια των νευρικών αξόνων οδηγεί σε επανανεύρωση των μυών από τους εναπομείναντες άξονες έτσι ώστε κάθε άξονας νευρώνει μεγαλύτερο από πριν αριθμό μυικών ινών. Η αναποτελεσματική λειτουργία των μυών οδηγεί σε αδυναμία του πυελικού εδάφους.
Η μετάδοση της πίεσης στην εγγύς ουρήθρα είναι σημαντική για τη διατήρηση της εγκράτειας. Ο ανελκτήρας μυς (εικόνα 1) συσπάται υποστηρίζοντας την εγγύς ουρήθρα και τη βάση της κύστης και σε περιπτώσεις αναποτελεσματικής σύσπασης υπάρχει μειωμένη μετάδοση της πίεσης και διαρροή των ούρων. Βλάβες της περιτονίας που περιβάλλει την ουρήθρα, καθώς και διαταραχές των μυών του πυελικού εδάφους, μπορούν να προκαλέσουν ΑΚΠ. Διαταραχές στη λειτουργία του ουρηθρικού σφιγκτήρα μπορούν να προκύψουν και ως αποτέλεσμα χειρουργικού τραύματος (π.χ. υστερεκτομή σε γυναίκες, ριζική προστατεκτομή ή TURP σε άνδρες) ή καθετηριασμών.

2.2 Ακράτεια από έπειξη
Η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα αποτελεί μια κατάσταση, κατά την οποία ο εξωστήρα συσπάται αιφνιδίως ή μετά από πρόκληση κατά τη διάρκεια της πλήρωσης της κύστης και ενώ το άτομο προσπαθεί να αναστείλει την ούρηση. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η νυκτουρία, η ημερήσια συχνουρία καθώς και η ισχυρή επιθυμία προς ούρηση ως αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων συσπάσεων του εξωστήρα (έπειξη) και η απώλεια ούρων, αν δεν είναι δυνατόν να συγκρατηθεί η σύσπαση (ακράτεια από έπειξη). Η συχνουρία συμβαίνει ως αποτέλεσμα ελαττωμένης λειτουργικής χωρητικότητας της κύστης. Αποτελεί και έναν αντιροπιστικό μηχανισμό του ασθενούς, αφού διατηρώντας σχετικά μικρό όγκο ούρων στην κύστη, αποφεύγεται η διαρροή ούρων.
Η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα είναι συχνή πάθηση τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, επηρεάζοντας περίπου το 10-30% του πληθυσμού. Είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία ακράτειας των ούρων σε γυναίκες μετά την ΑΚΠ και εμφανίζεται στο 40% περίπου των γυναικών που υποβάλλονται σε ουροδυναμικό έλεγχο. Η επίπτωση αυξάνεται με την ηλικία, θέτοντας την υπερδραστηριότητα του εξωστήρα ως μία από τις συχνές αιτίες ακράτειας στους ηλικιωμένους.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων της υπερδραστηριότητα του εξωστήρα δεν ανευρίσκεται παθολογική αιτία οπότε χρησιμοποιείται ο όρος «ιδιοπαθής υπερδραστηριότητα του εξωστήρα». Όταν όμως ανευρίσκεται νευρολογική νόσος όπως π.χ. πολλαπλή σκλήρυνση ή βλάβες των ανωτέρων κινητικών νευρώνων τότε ομιλούμε για νευρογενή υπερδραστήριο εξωστήρα.
Υπάρχει μια αύξηση της επίπτωσης της υπερδραστηριότητας του εξωστήρα μετά από χειρουργική επέμβαση, ιδιαίτερα μετά από επεμβάσεις θεραπείας της ακράτειας. Σε άνδρες η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα μπορεί να προκαλείται από την υποκυστική απόφραξη στη ροή των ούρων λόγω καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη (ΚΥΠ) και μπορεί μερικές φορές να υποχωρήσει σε περίπτωση έγκαιρης άρσης της απόφραξης.
Η παθοφυσιολογία του υπερδραστήριου εξωστήρα δεν είναι απόλυτα κατανοητή. Η αυξημένη ευαισθησία των νευρικών απολήξεων της κύστης σε τοπικούς ερεθισμούς μπορεί να οδηγήσει σε μη φυσιολογική αντανακλαστική απάντηση που δημιουργεί τη συχνουρία και την έπειξη. Η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα μπορεί όμως να προέρχεται και από βλάβες του άνω κινητικού νευρώνα που επηρεάζουν το φλοιώδες κέντρο της ούρησης (π.χ. αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο). Είναι πιθανόν ότι οι γενικές αλλαγές που επέρχονται με την ηλικία προκαλούν ενός βαθμού υπερδραστηριότητα του εξωστήρα στους περισσότερους ηλικιωμένους ανθρώπους.

2.3 Ακράτεια μικτού τύπου
Ακράτεια μικτού τύπου είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ασθενείς με ακράτεια από προσπάθεια σε συνδυασμό με ακράτεια από έπειξη. Ο ασθενής αναφέρει ακούσια διαρροή ούρων που συνδέεται με επείγουσα ανάγκη ούρησης καθώς και με προσπάθεια, άσκηση, βήχα ή φτέρνισμα. Δεν υπάρχει ειδική κλινική εξέταση για την ακράτεια μικτού τύπου ενώ με τον ουροδυναμικό έλεγχο υπάρχουν στοιχεία τόσο της ακράτειας κατά την προσπάθεια όσο και της ακράτειας από υπερδραστηριότητα του εξωστήρα κατά τη διάρκεια της ίδιας εξέτασης.

2.4 Ακράτεια από υπερπλήρωση
Η ακράτεια από υπερπλήρωση (ή σταγονοειδής ακράτεια) συμβαίνει όταν η πλήρωση της κύστης υπερβαίνει τη λειτουργική χωρητικότητά της. Η κύστη γίνεται μεγάλη, άτονη με μικρή ή μηδαμινή δραστηριότητα του εξωστήρα.
Υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις ακράτειας από υπερπλήρωση (πίνακας 4). Στις περιπτώσεις απόφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συμβαίνει ως αποτέλεσμα της επίμονης αδυναμίας πλήρους κένωσης της κύστης (στάση των ούρων) που μπορεί σε παραμελημένες περιπτώσεις να οδηγήσει ακόμα και σε κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση. Βλάβη της κύστης μπορεί να συμβεί ως αποτέλεσμα υπερδιάτασης λόγω κακών χειρισμών κατά την επισκληρίδιο αναισθησία που διενεργείται για τοκετό ή γυναικολογική επέμβαση. Η κύστη των γυναικών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην υπερδιάταση και ένα μόνο επεισόδιο οξείας επίσχεσης είναι ικανό να οδηγήσει σε χρονίως άτονη κύστη. Άλλες αιτίες ακράτειας από υπερπλήρωση είναι η χρήση φαρμάκων, οι πυελικές μάζες, π.χ. ινομυώματα και οι νευρολογικές παθήσεις.
 

 

Υποκυστικό κώλυμα

Καλοήθης υπερπλασία προστάτη

 

Στενώματα ουρήθρας

 

Χειρουργική επέμβαση για ΑΚΠ

 

Χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα

 
Ακτινοθεραπεία
Οξεία επίσχεση
Δευτεροπαθής λόγω χειρουργικής επέμβασης, τοκετού
 
Δευτεροπαθής λόγω άλγους (π.χ. Herpes genitalis)
Φάρμακα
Διουρητικά
 

Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά

 

Αντιχολινεργικά φάρμακα

 

Α-αδρενεργικοί αγωνιστές

 
Επισκληρίδιος αναισθησία
Πυελική μάζα

Κοπρόσταση

 

Ινομυώματα

Υποτονία εξωστήρα

Βλάβες κατώτερου κινητικού νευρώνα

 

Νόσοι συνδετικού ιστού


Πίνακας 4: Αιτίες ακράτειας από υπερπλήρωση

Η μερική απόφραξη στη ροή των ούρων κατά τη διάρκεια της ούρησης μπορεί να οδηγήσει σε διάφορα συμπτώματα, όπως συχνουρία, νυκτουρία, προσπάθεια για ούρηση, μικρή ακτίνα ούρησης, σταγονοειδή διαρροή μετά την ούρηση και έπειξη. Σε σοβαρές περιπτώσεις η κύστη δε συσπάται ποτέ πλήρως και ο υπολειπόμενος όγκος ούρων συνεχώς αυξάνεται. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να εμφανιστεί και ακράτεια από υπερπλήρωση.
Αυτή η κατάσταση συνήθως σχετίζεται με την αύξηση του μεγέθους του προστάτη λόγω καλοήθους υπερπλασίας, κακοήθειας ή φλεγμονής σε άνδρες. Η απόφραξη στη ροή σε άνδρες με υπερπλασία του προστάτη, αν δεν αντιμετωπισθεί, μπορεί να οδηγήσει σε υπερτροφία του εξωστήρα, καθώς αυτός προσπαθεί επανειλημμένα να υπερνικήσει τις αυξημένες αντιστάσεις στη ροή. Η δευτεροπαθής αυτή υπερδραστηριότητα του εξωστήρα μπορεί να οδηγήσει σε δοκίδωση και εκκολπωμάτωση της κύστης (προσεκβολές μεταξύ υπερτροφικών μυικών δεσμίδων)Ακόμα νευρολογικές βλάβες μπορεί να εμποδίζουν τη χαλάρωση της ουρήθρας κατά την κένωση, προκαλώντας λειτουργική στένωση (δυσυνέργεια εξωστήρα-σφιγκτήρα). Αντί της συνεργικής χαλάρωσης κατά τη σύσπαση του εξωστήρα, η ουρήθρα βρίσκεται σε σπασμό και λειτουργεί ως εμπόδιο στη ροή.
Η απόφραξη στη ροή μπορεί να εμφανιστεί και στα δύο φύλα ως αποτέλεσμα ουρηθρικής στένωσης (πιθανώς μετά από καθετηριασμό με όργανα ή λοίμωξη της ουρήθρας). Η ουρηθρική στένωση εμφανίζεται πιο συχνά σε άνδρες και είναι αποτέλεσμα της επούλωσης μετά από λοίμωξη (ουρηθρίτιδα) ή τραύμα. Συχνά σημεία στενώσεων είναι 1 εκ. περιφερικά του γραμμωτού σφιγκτήρα (βολβώδης ουρήθρα) ή στη κορυφή του πέους. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν διαταραχές κένωσης, ενώ σε βαρύτερες περιπτώσεις παρατηρείται ακράτεια από υπερπλήρωση και νεφρικές διαταραχές. Ηπιότερες περιπτώσεις σε γυναίκες μιμούνται τη σταγονοειδή ακράτεια μετά από ούρηση.
Η σοβαρή δυσκοιλιότητα με κοπρόσταση μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία της κύστης με διάφορους τρόπους. Τα κόπρανα που βρίσκονται στο ορθό μπορούν να προκαλέσουν φυσική απόφραξη στη ροή των ούρων μέσω της πίεσης επί της κύστης, της ουρήθρας και των τοπικών νεύρων, οδηγώντας σε επίσχεση των ούρων και ακράτεια από υπερπλήρωση . Η άμεση πίεση δημιουργεί σπανιότερα υπερδραστήρια κύστη. Σε άλλες περιπτώσεις η κοπρόσταση διατείνει το πυελικό έδαφος εμποδίζοντας τις συσπάσεις αυτού και προκαλώντας ΑΚΠ.
Τέλος σε ορισμένους ασθενείς παρατηρούνται ταυτόχρονες βλάβες στα νεύρα του εξωστήρα και του σφιγκτήρα, με αποτέλεσμα η αδυναμία του ουρηθρικού σφιγκτήρα συχνά να συνυπάρχει με την ελαττωμένη δραστηριότητα του εξωστήρα. Η αδυναμία του εξωστήρα μπορεί να οφείλεται και σε βλάβες των περιφερικών νεύρων, π.χ. σε διαβητική νευροπάθεια, βλάβη στην ιερά μοίρα του νωτιαίου μυελού (κατώτερος κινητικός νευρώνας), στην ιππουρίδα.

2.5 Νευρογενής ακράτεια
Βλάβη στις νευρικές οδούς σε οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιώδους κέντρου ούρησης και της κύστης μπορεί να προκαλέσει ακράτεια .
Οι νευρολογικές βλάβες μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις λειτουργικές ομάδες: 1) Βλάβες στην ιερά μοίρα του νωτιαίου μυελού (κατώτερος κινητικός νευρώνας) ή στην ιππουρίδα ή στην περιφερική νεύρωση, 2) υπεριερές (ανώτερος κινητικός νευρώνας) ή βλάβες των νευρικών οδών μεταξύ του κέντρου ούρησης της γέφυρας και της αντανακλαστικής περιοχής ούρησης (νευροτόμια Ι2-Ι4) και 3) υπεργεφυρικές (ανώτερος κινητικός νευρώνας)
Οι υποιερές βλάβες που επηρεάζουν τις ρίζες των ιερών νεύρων Ι2-Ι4 ή τα περιφερικά νεύρα δημιουργούν υποτονικότητα του εξωστήρα (ατονία) και των μηχανισμών του σφιγκτήρα (απονεύρωση). Αν η έκταση της βλάβης προκαλεί πλήρη απονεύρωση χάνεται η αισθητικότητα (αίσθηση πλήρωσης της κύστης) ή η κινητική λειτουργία (σύσπαση εξωστήρα) του κατώτερου ουροποιητικού. Σ' αυτήν την περίπτωση προκαλείται ακράτεια από υπερπλήρωση. Οι ιερές βλάβες μπορεί να είναι συγγενείς (δισχιδής ράχη), φλεγμονώδεις (διαβητική, λοιμώδης νευροπάθεια), νεοπλασματικές ή τραυματικές (πρόπτωση των οσφυοιερών μεσοσπονδυλίων δίσκων, τραυματισμοί από επισκληρίδια αναισθησία). Η βλάβη του πυελικού νεύρου κατά τη διάρκεια εκτεταμένης πυελικής επέμβασης σε γυναίκες ή μετά από κοιλιοπερινεϊκή εκτομή καρκινώματος του ορθού σε άνδρες, προκαλεί απονεύρωση της κύστης. Η βλάβη του αιδοιϊκού νεύρου κατά τη γέννηση οδηγεί συχνά σε απονεύρωση του πυελικού εδάφους και του σφιγκτήρα σε γυναίκες.

2.5.2 Τραυματισμοί σπονδυλικής στήλης
Η φάση του νωτιαίου σοκ που ακολουθεί τον τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης ποικίλει. Κατά τη φάση αυτή η κύστη είναι άτονη με αποτέλεσμα την επίσχεση και την ακράτεια των ούρων από υπερπλήρωση. Κατά τη φάση ανάνηψης της κύστης επανέρχονται οι αυτόματες αντανακλαστικές συσπάσεις του εξωστήρα, οι οποίες ελέγχονται με δυσκολία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εναλλασσόμενου χαρακτήρα δραστηριότητα του σφιγκτήρα, είτε με είτε χωρίς τη διάνοιξη του αυχένα της κύστης, προκαλούν διαταραχές κένωσης και ανάλογους υπολειπόμενους όγκους ούρων.
Διαταραχές στην αντανακλαστικότητα του αυτονόμου μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με τραύματα πάνω από το Θ5 θωρακικό νεύρο και πιο ειδικά σε ασθενείς με αυχενικές βλάβες, οι οποίοι είναι πιο ευάλωτοι κατά την περίοδο του νωτιαίου σοκ. Για παράδειγμα μια διατεταμένη κύστη εξαιτίας δυσυνέργειας εξωστήρα-σφιγκτήρα ή απόφραξης καθετήρα μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στην αντανακλαστικότητα του αυτονόμου.
Διακοπές στις οδούς που συνδέουν το γεφυρικό κέντρο ούρησης και την ιερή αντανακλαστική περιοχή προκαλούν υπερδραστηριότητα της κύστης ή «αντανακλαστική ούρηση» και εμποδίζουν τη συνεργασία κύστης και σφιγκτήρα προκαλώντας δυσυνέργεια εξωστήρα-σφιγκτήρα. Πιθανές αιτίες είναι συγγενείς (δισχιδής ράχη), φλεγμονώδεις (πολλαπλή σκλήρυνση, ανάστροφη μυελίτιδα), νεοπλασματικές (πρωτοπαθείς ή μεταστατικές) και τραυματικές.

2.5.3 Υπεργεφυρικές βλάβες
Παρόλο που οι γεφυρικές βλάβες είναι σπάνιες, μπορούν να οδηγήσουν σε δισταγμό προς ούρηση και επίσχεση των ούρων, καθώς και άλλες επικίνδυνες για τη ζωή καταστάσεις.
Τα υψηλότερα κέντρα που επηρεάζουν τη γέφυρα είναι σημαντικά για την αναστολή των συσπάσεων του εξωστήρα κατά τη φάση της πλήρωσης. Σπάνια, οι βλάβες σε αυτές τις περιοχές, όπως π.χ. όγκοι μετωπιαίου λοβού, υδροκεφαλία φυσιολογικής πίεσης, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οδηγούν σε υπερδραστήριο εξωστήρα νευρογενούς αιτιολογίας, αλλά η κένωση παραμένει φυσιολογική, καθώς το αντανακλαστικό της ούρησης (της γέφυρας) παραμένει ανέπαφο. Ο εκούσιος έλεγχος της κένωσης - έναρξη ή αναστολή - μπορεί να χάνεται, αλλά η συνεργική χαλάρωση του σφιγκτήρα σε συνδυασμό με τη σύσπαση του εξωστήρα παραμένει ανεπηρέαστη.

2.5.4 Νευρολογικές νόσοι
1.Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο : Το σημείο της βλάβης καθορίζει και τον τύπο της δυσλειτουργίας της κύστης. Συχνό αποτέλεσμα είναι υπερδραστήριος εξωστήρας νευρογενούς αιτιολογίας.

2.Δισχιδής ράχη : Ο βαθμός βλάβης της κατώτερης σπονδυλικής στήλης στη δισχιδή ράχη ποικίλει και ο τύπος της δυσλειτουργίας της κύστης εξαρτάται από το μέγεθος της βλάβης των οδών των ιερών νεύρων Ι2-Ι4 και της ιερής αντανακλαστικής περιοχής. Φυσιολογικός, άτονος ή υπερδραστήριο εξωστήρας και φυσιολογικός, άτονος ή σπαστικός σφιγκτήρας είναι πιθανές εκβάσεις. Πολλές φορές εμφανίζονται συνδυασμοί των παραπάνω καταστάσεων.

3.Πολλαπλή σκλήρυνση : Στην πολλαπλή σκλήρυνση υπάρχουν εστίες απομυελίνωσης στο εγκεφαλικό στέλεχος και το νωτιαίο μυελό, που οδηγούν μεταξύ άλλων και σε διαταραχές της ούρησης. Ο ελλιπής έλεγχος της κύστης συνήθως προέρχεται από βλάβες του νωτιαίου μυελού. Βλάβες μεταξύ του ιερού κέντρου ούρησης και του γεφυρικού κέντρου προκαλούν υπερδραστηριότητα του εξωστήρα νευρογενούς αιτιολογίας. Η δυσυνέργεια εξωστήρα-σφιγκτήρα είναι επίσης πιθανή. Το πιο συχνό όμως πρόβλημα είναι η δυσχέρεια κένωσης σε συνδυασμό με υπερδραστηριότητα του εξωστήρα, ένας συνδυασμός που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί.

4.Διαβήτης : Οι νόσοι του περιφερικού νευρικού συστήματος μπορούν να επηρεάσουν τη νεύρωση της κύστης. Αυτό είναι συχνό στη διαβητική νευροπάθεια, η οποία μπορεί να διαταράξει αισθητικές και κινητικές οδούς. Με την απώλεια της αίσθησης η κύστη μπορεί να υπερδιαταθεί. Οι κινητικές βλάβες προκαλούν ατελή κένωση και ακράτεια από υπερπλήρωση. Η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα αποτελεί μια άλλη μορφή εκδήλωσης της νόσου.

5.Νόσος Parkinson : Ο ακριβής χαρακτήρας και επίπτωση της κυστικής δυσλειτουργίας σε αυτήν την ομάδα ασθενών είναι άγνωστη. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υπερδραστηριότητας του εξωστήρα και δυσλειτουργίας του γραμμωτού σφιγκτήρα. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, ο βαθμός των διαταραχών κένωσης μπορεί να αυξηθεί.

2.6 Ακράτεια συγγενούς αιτιολογίας

2.6.1 Επισπαδίας και υποσπαδίας
Ο επισπαδίας και ο υποσπαδίας είναι συγγενείς διαταραχές, στις οποίες η ουρήθρα εκβάλλει στην άνω ή κάτω επιφάνεια του πέους αντίστοιχα. Ο επισπαδίας ποικίλει από ένα ανώμαλα ευρύ στόμιο έως τον πλήρη διαχωρισμό του πέους. Η ακράτεια συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις μεγάλων διαταραχών. Στον υποσπαδία το ρεύμα των ούρων στρέφεται προς τα κάτω ανάμεσα στα κάτω άκρα.

2.6.2. Έκτοπος Ουρητήρας
Ο έκτοπος ουρητήρας εισέρχεται στην ουρήθρα άμεσα και όχι στο τρίγωνο της κύστης. Συνεχής σταγονοειδής ακράτεια είναι το αποτέλεσμα της διαμαρτίας σε περίπτωση που το σημείο εισόδου είναι περιφερικότερα του ουρηθρικού σφιγκτήρα. Σπάνια, ο ένας ουρητήρας εισέρχεται φυσιολογικά στην κύστη, ενώ ο άλλος είναι έκτοπος, γεγονός που οδηγεί σε φυσιολογική ούρηση σε συνδυασμό με σταγονοειδή ακράτεια.

2.6.3 Εκστροφή κύστης
Η εκστροφή κύστης είναι μια σπάνια συγγενής ανωμαλία, κατά την οποία η κύστη είναι ανοικτή προς το πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα και η ηβική σύμφυση είναι χωρισμένη στη μέση γραμμή. Η κατάσταση αυτή απαιτεί πρώιμη χειρουργική παρέμβαση και συχνά οδηγεί σε χρόνια ακράτεια. Πολλές φορές απαιτούνται επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις.

2.6.4 Βαλβίδες της οπίσθιας ουρήθρας
Ορισμένες φορές τα αγόρια γεννούνται με βαλβίδες, στην οπίσθια ουρήθρα που αποτρέπουν τη φυσιολογική κένωση της κύστης. Αυτό οδηγεί σε επίσχεση και ακράτεια από υπερπλήρωση. Συχνά τα παιδιά εμφανίζονται με νεφρική ανεπάρκεια, μειωμένο ρεύμα ούρων και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού. Ο σοβαρή αυτή κατάσταση απαιτεί άμεση χειρουργική διόρθωση. Σήμερα η κατάσταση αυτή διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της κύησης με τη βοήθεια των υπερήχων.

2.7 Ακράτεια από συρίγγια του ουροποιητικού
Το συρίγγιο είναι μια ανώμαλη επικοινωνία μεταξύ δύο επιθηλιακών επιφανειών. Στην περίπτωση του ουροποιητικού σχηματίζονται μεταξύ του ουροθηλίου του ουρητήρα, της κύστης και της ουρήθρας και του επιθηλίου του κόλπου (εικόνα 6). Η απόπτωση των ιστών της κύστης ή της ουρήθρας λόγω ισχαιμίας από παρατεταμένη πίεση μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία συριγγίων. Η επιμόλυνση είναι συχνά επιβαρυντικός παράγοντας σε αυτές τις περιπτώσεις. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες η κύρια αιτία συριγγίων είναι το χειρουργικό τραύμα.
Η πιο συχνή αιτία κυστεοκολπικού συριγγίου είναι οι γυναικολογικές επεμβάσεις σε ποσοστό 44-74% και ειδικότερα η ολική κοιλιακή υστερεκτομή για καλοήθεις γυναικολογικές παθήσεις. Ο πιο συνήθης επιβαρυντικός παράγοντας είναι η προυπάρχουσα καισαρική τομή. Τα συρίγγια μπορούν να σχηματιστούν και σε περιπτώσεις πυελικής κακοήθειας και της ακόλουθης ακτινοθεραπείας. Το τυπικό σύμπτωμα είναι η συνεχής ακράτεια κατά τη διάρκεια όλου του 24ώρου.
Τα ουρηθροκολπικά συρίγγια είναι λιγότερο συχνά από τα κυστεοκολπικά, παρόλο που μπορούν να συνυπάρχουν και τα δύο. Στις αναπτυσσόμενες κοινωνίες η πιο συχνή αιτία είναι ο τοκετός, που προκαλεί ισχαιμικές νεκρώσεις της κύστης, του αυχένα της κύστης και της ουρήθρας. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες οι κύριες αιτίες είναι η πρόσθια επιδιόρθωση με ή χωρίς κολπική υστερεκτομή, η εκτομή των εκκολπωμάτων της κύστης ή επεμβάσεις επί του αυχένα της κύστης. Η εντόπιση του συριγγίου καθορίζει και τα συμπτώματα. Σε περιπτώσεις που το συρίγγιο βρίσκεται περιφερικότερα του σημείου μέγιστης πίεσης της ουρήθρας μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα διαβροχής με ούρα ή μετά την ούρηση σταγονοειδής απώλεια ούρων, καθώς ο κόλπος κενώνει τα ούρα που εισέρχονται σε αυτόν κατά τη φάση της κένωσης. Όσο το στόμιο του συριγγίου πλησιάζει τον αυχένα της κύστης, η ΑΚΠ και οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού γίνονται πιο συχνές. Όταν το συρίγγιο βρίσκεται εγγύτερα του ουρηθρικού σφιγκτηριακού μηχανισμού, είναι αναπόφευκτη η συνεχής απώλεια ούρων.
Τα ουρητηροκολπικά συρίγγια είναι σχεδόν πάντα αποτέλεσμα πυελικής επέμβασης, είτε λόγω άμεσου τραυματισμού από μεταλλικό κλιπ ή ράμμα, ο οποίος εκδηλώνεται άμεσα, είτε λόγω αγγειακής νέκρωσης από εκτενή διατομή του ουρητήρα ή από χρήση της διαθερμίας, η οποία εκδηλώνεται μετά από 10-14 ημέρες.

2.8 Σταγονοειδής απώλεια ούρων μετά την ούρηση
Η σταγονοειδής απώλεια ούρων μετά την ούρηση σε άνδρες είναι η διέλευση μικρής ποσότητας ούρων, συνήθως χωρίς αίσθηση της απώλειας, λίγα λεπτά μετά το πέρας της ούρησης. Αυτό θα πρέπει να διαχωριστεί από την τελική σταγονοειδή ούρηση, που είναι αργή ροή ούρων κατά την τελική φάση της ούρησης.
Η πιο συχνή αιτία σταγονοειδούςς απώλειας ούρων μετά την ούρηση είναι η λίμναση των ούρων στη βολβώδη ουρήθρα . Το αίτιο της ύπαρξης ευρείας, χαλαρής βολβώδους ουρήθρας δεν είναι γνωστό. Τα ούρα μπορούν να απομακρυνθούν με προσθιοπίσθιες κινήσεις πίεσης στην οπίσθια επιφάνεια του οσχέου. Η κατάσταση αυτή επίσης μπορεί να είναι αποτέλεσμα καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη προστατικής μεγέθυνσης και υπερδραστήριας κύστης, όπου μικρές ποσότητες ούρων προωθούνται με ισχυρές «μετασυσπάσεις» ή αποτέλεσμα υποτονικής κύστης.